Ύψωσες τα τείχη σου, έχτισες ένα κάστρο γύρω σου, απροσπέλαστο, γεμάτο αγκάθια και καρφιά στο εξωτερικό. Σίγουρη συνταγή για να μη σε πλησιάσει κανείς. Να μη σε πονέσει. Να μη σε πληγώσει.
Και είσαι σίγουρη πως είσαι ασφαλής. Πως εκεί που κλείδωσες την καρδιά σου δεν μπορεί κανείς να μπει. Δεν μπορεί κανείς πια να την αγγίξει. Της έβαλες και διπλό λουκέτο και την βύθισες στον πάγο. “Κανένας πια” είπες.
Η καρδιά όμως δε σε ρωτάει και η ζωή έχει το πιο διεστραμμένο χιούμορ. Κι εκεί που έχεις πείσει τον εαυτό σου πως είσαι πια καλά μόνη, πως δε χρειάζεσαι κανέναν για να είσαι ευτυχισμένη, σου σκάει μύτη ένας τύπος απ’ το πουθενά.
Τον βλέπεις κρυμμένη από την ασφάλεια του κάστρου σου να σου χτυπάει την πόρτα και γελάς. “Θα τον στείλω κι αυτόν από εκεί που ήρθε” σκέφτεσαι. Εξάλλου οι άνθρωποι έμαθαν στα εύκολα, δεν πιστεύεις ότι κάποιος θα καταβάλει δεύτερη προσπάθεια αφού τον απωθήσεις.
Σου χτυπάει την πόρτα κι εσύ αντιδράς όπως πάντα από τότε που κλείστηκες εκεί μέσα. Του λες να φύγει. Εκείνος όμως επιμένει…ξαναχτυπάει. Του μιλάς απότομα, τον διώχνεις, τον σπρώχνεις, αλλά αυτός εκεί, επιμένει.
Σου μιλάει όμορφα, σου λέει πόσο του αρέσεις, εσύ όμως κάνεις απότομα ένα βήμα πίσω και υψώνεις κι άλλο τον τοίχο. Σε τρομάζουν οι όμορφες λέξεις. Γιατί έμαθες πως τις όμορφες λέξεις στη ζωή σου πάντα τις ακολουθούσε πόνος. Έχουν γίνει πια για σένα χειρότερες κι από βρισιές.
Προσπαθεί και πάλι, αυτή τη φορά με όπλο το χιούμορ, θέλει να σε κάνει να χαμογελάσεις ή ακόμα και να γελάσεις δυνατά. Τα καταφέρνει. “Ωπ…τι είναι αυτό? Δεν πρέπει να το αφήσω” λες από μέσα σου και παίρνεις πάλι το γνώριμο άγριο ύφος της λέαινας που είναι έτοιμη να χυμήξει. Αυτός όμως δεν κάνει πίσω, νιώθει πως κατάφερε να κάνει μια μικρή τρυπούλα στον τοίχο και παίρνει θάρρος.
Και πριν καλά καλά το καταλάβεις, η τρυπούλα έγινε τρύπα και ο τοίχος γκρεμίζεται. Νιώθεις το φως του ήλιου να πλημμυρίζει, νιώθεις τη ζεστασιά από τα λόγια του κι εκείνο το γνώριμο συναίσθημα που νόμισες πως είχες ξεχάσει. Τρομάζεις και πάλι. σου πήρε χρόνια να χτίσεις αυτόν τον τοίχο, πως μπόρεσε αυτός σε μια στιγμή να τον διαλύσει?
Σε κοιτάει στα μάτια και γυρνάς το κεφάλι σου από την άλλη. Φοβάσαι. Τρέμεις. “Κι αν πονέσω πάλι?” Μα εκείνος σου απλώνει το χέρι, και σου βάζει μια ζακέτα στους ώμους να μη κρυώνεις. Σε αγκαλιάζει σφιχτά και σου λέει “μην ανησυχείς, είμαι εδώ”. Και δε το κουνάει βήμα. Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες κυλούν και αυτός είναι ακόμα εκεί.
Να σου κρατάει το χέρι, να σε σκεπάζει να μη κρυώνεις, να διαλύει ένα ένα όλους τους φόβους σου. Είναι εκεί γιατί επέλεξε να είναι, γιατί σε επέλεξε. Κι ας είχες τοίχους. Κι ας ήσουν απρόσιτη. Ήξερε πως άξιζε να παλέψει. Και τα κατάφερε. Έλιωσε τον πάγο από την καρδιά σου, τα λουκέτα πετάχτηκαν, το κάστρο εξαφανίστηκε.
Κι εκείνες τις στιγμές που σε πιάνουν οι ανασφάλειες και το νιώθει, σου σφίγγει ακόμα περισσότερο το χέρι, σου ψιθυρίζει πως σε λατρεύει και πως δε το κουνάει από δίπλα σου. Ακόμα σε παραξενεύει αυτό κάποιες φορές. Είχες μάθει βλέπεις να πρέπει πάντα να είσαι εσύ για δύο. Είχες μάθει να βασίζεσαι μόνο στον εαυτό σου. Κι ο άνθρωπος αυτός σου λέει και σου δείχνει πως δε χρειάζεται πια. Πως μπορείς να αφεθείς επιτέλους για μια φορά.
Κι όσο περνάει ο καιρός, ακόμα και οι τελευταίοι φόβοι εξαφανίζονται, βρίσκεις τον εαυτό σου να κάθεται στον καναπέ με τα πόδια στην αγκαλιά του και να νιώθεις απέραντη αγάπη και γαλήνη. Αυτό που αναζητούσες όλη σου τη ζωή και πίστευες πως ποτέ δε θα έρθει, έφτασε. Κι ας ήταν λίγο αργότερα. Κι ας πέρασες όσα πέρασες. Ήρθε.
Τον κοιτάς έτσι όπως ασυναίσθητα σου χαϊδεύει τα πόδια έτσι όπως είναι απλωμένα πάνω του, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και χαμογελάς γεμάτη ευτυχία γιατί πλέον ξέρεις….η αληθινή αγάπη γκρεμίζει και τα ψηλότερα κάστρα.