Κάπου στο δρόμο, δεν ξέρω ακριβώς που, με έχασα.
Κάπου στο μονοπάτι της ζωής μου, το φως που έκαιγε μέσα μου άρχισε να σβήνει, μέχρι που το μόνο που έμεινε ήταν απόλυτο σκοτάδι.
Κι άρχισα να συνηθίζω αυτό το νέο κόσμο μου, άρχισα να συνηθίζω το σκοτάδι, να γίνομαι ένα με αυτό.
Έμαθα να αναλώνομαι σε ρουτίνες και σε όλα αυτά που περίμεναν οι άλλοι από εμένα. Έγινα πολύ καλή σε αυτό.
Ζώντας μέσα στο σκοτάδι, κάθε καταιγίδα τη νιώθεις πιο έντονα. Νιώθεις το κορμί σου να παγώνει και γίνεσαι έρμαιο του κάθε τυφώνα που λυσσομανάει και σε πετάει μια από εδώ και μια από κει.
Και ήρθε η ώρα που δεν άντεχε το κορμί μου άλλο τις καταιγίδες, δεν άντεχε η ψυχή μου το σκοτάδι.
Και ξεκίνησα να ψάξω να με βρω. Μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού μου άρχισα να αναζητώ μια λάμψη, μια σπίθα, κάτι που θα μου δώσει κουράγιο να συνεχίσω.
Και αφού δεν έβρισκα, αποφάσισα να τη δημιουργήσω μόνη μου. Γιατί ΕΠΡΕΠΕ να κάνω κάτι να βγω από κει μέσα.
Κάθε βήμα που έκανα η αναλαμπή φωτός που έφτιαξα ψάχνοντας τις γωνίες του μυαλού μου γινόταν και μεγαλύτερη.
Οι καταιγίδες συνέχιζαν να με χτυπούν αλλά εγώ εκεί. Επέμενα, πάλευα. Και η αναλαμπή φωτός μεγάλωνε. Ένα ακόμα βήμα, και πάλι μεγάλωνε. Και η ζωή μου άλλαζε, φώτιζε. Κι αυτό μου έδινε κουράγιο να συνεχίσω.
Κι όταν πια ερχόταν καταιγίδες, το φως που όλο και μεγάλωνε με φώτιζε, με ζέσταινε, με καλωσόριζε. Ήξερα ότι μεταλλάσσομαι, ότι μεταμορφώνομαι, ήξερα ότι ήμουν στο δρόμο για να με βρω.
Και τελικά ήταν πια ξεκάθαρο στο μυαλό μου. Έπρεπε να παλέψω με τα σκοτάδια μου. Έπρεπε να χτυπηθώ από τις καταιγίδες.
Γιατί ο σκοπός από την αρχή ήταν να βρω το φως, να βρω εμένα, και να τα εκτιμήσω βαθιά και τα δύο.
Και τώρα ξέρω πως όσο δύσκολος να είναι ο δρόμος, έχω στα χέρια μου το φως…