Πόσο πόνο, πόσα τραύματα, πόσο προδοσία, πόση κακία και τοξικότητα μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος; Πόσες φορές μπορεί να πέσει και να ξανασηκωθεί1 Πόσες φορές μπορεί να σηκώσει ψηλά το κεφάλι, να σφίξει τα δόντια και να προχωρήσει μπροστά;
Πόσες φορές θα πει “φτάνει πια” κι όμως θα βρει τη δύναμη να αντέξει κι άλλα, να υπομένει κι άλλα; Πότε έρχεται εκείνη η στιγμή που δεν μπορεί πια άλλο;
Γιατί θα έρθει και αυτή η στιγμή. Η στιγμή που δε θα έχει άλλα αποθέματα. Η στιγμή που όλα αυτά τα “δε σε φοβάμαι εσένα” και τα “είσαι δυνατός, δε μασάς”, γίνονται θηλιά στο λαιμό και τον πνίγουν. Γιατί όσο και δυνατός να είσαι, θα έρθει και αυτή η ώρα. Η ώρα που δε θα έχεις καν δύναμη να σηκωθείς από το κρεβάτι σου, η ώρα που ακόμα και το πιο απλό πράγμα θα σου φαίνεται βουνό, η ώρα που θα ξυπνάς και το πρώτο πράγμα που θα αναρωτιέσαι θα είναι “εγώ τώρα γιατί σηκώθηκα;”.
Θα έρθει η στιγμή που όλοι εκείνοι οι πνιγμένοι λυγμοί στο μαξιλάρι σου τις νύχτες, θα γίνουν ένα …τίποτα. Γιατί δε θα έχεις πια τη δύναμη ούτε να κλάψεις. Η στιγμή που θα βλέπεις τον πόνο του άλλου κι ενώ πριν θα έτρεχες να βοηθήσεις, τώρα πια τρέχεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, γιατί δε μπορείς να το διαχειριστείς. Γιατί έχεις βιώσει τόσο πόνο μέσα σου που το ποτήρι όχι απλά ξεχείλισε, αλλά έσπασε και διαλύθηκε σε χίλια δυο κομμάτια.
Και σκληραίνεις, ή τουλάχιστον οι άλλοι έτσι νομίζουν, ότι δε σε αγγίζει πια τίποτα. Ότι δε νοιάζεσαι για κανέναν. Ούτε καν για τους πιο κοντινούς, πιο αγαπητούς σου ανθρώπους. Δε δίνεις, γιατί δεν έχεις πια να δώσεις. Έδωσες ακόμα και αυτά που δεν είχες. Δε νιώθεις ούτε καν πόνο πια. Απλά ένα μούδιασμα στην ψυχή. Εσύ που ήσουν ο πιο δοτικός, ο πιο τρυφερός άνθρωπος δεν έχεις πια να δώσεις. Και σου λεν “μα πως άλλαξες έτσι;”. Δεν άλλαξες όμως, απλά άδειασες. Άδειασες από τα πάντα, θετικά και αρνητικά, και απλά…υπάρχεις.
Και παρακαλάς να λυτρωθείς. Παρακαλάς να μπορέσεις να νιώσεις κάτι. Έστω οργή, έστω θυμό, έστω λύπη. Μα δεν υπάρχει τίποτα. Κι απλά περνούν οι μέρες σου, οι νύχτες σου, κι εσύ δε ζεις. Απλά…επιβιώνεις. Και το μόνο που σε κρατάει είναι εκείνη η μικρή κρυμμένη αχτίδα ελπίδας ότι θα βρεθεί κάποιος με ένα μαγικό ραβδάκι και θα σε βγάλει από αυτό το τέλμα. Γιατί πια δεν μπορείς να το κάνεις μόνος…γιατί απλά…άδειασες.