Είχαν ανταλλάξει μόνο μία δύο κουβέντες κι αυτές άσχετες. Ούτε φλερτ ούτε τίποτα. Και ξαφνικά της λέει εκείνος “Μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις πολύ”. Τι έκανε λέει; Πως να το διαχειριστεί τώρα; Α ναι, η κλασσική μέθοδος. Ή το ρίχνουμε στο αστείο, ή κάνουμε επίθεση. Ανεβάζουμε τους τοίχους και τον σπρώχνουμε μακριά, πολύ μακριά.
Έτσι είχε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Από τότε που μάτωσε η καρδιά της για τελευταία φορά, ή τουλάχιστον έτσι υποσχέθηκε εκείνη στον εαυτό της, πως θα ήταν η τελευταία φορά.
Ύψωνε τον τοίχο, κλειδαμπάρωνε τις πόρτες και έσπρωχνε τους πάντες μακριά. Να μη την δουν, να μη τη γνωρίσουν, να μη την αγγίξουν. Έτσι ήταν ασφαλής.
“Φύγε από δω” του λέει, “δεν ενδιαφέρομαι”. Και ήταν σίγουρη πως αυτός θα έκανε ότι και οι άλλοι, θα έφευγε. Ποιος άλλωστε θέλει τα δύσκολα όταν μπορεί να βρει ένα σωρό εύκολα εκεί έξω? “Είμαι ανάποδη και στριμμένη, δε θες να με γνωρίσεις” συνεχίζει εκείνη. Και προς μεγάλη της έκπληξη της απαντάει εκείνος με ένα μεγάλο χαμόγελο “Μα θέλω, και μου αρέσει που είσαι έτσι όπως είσαι”. Τι λέει αυτός ρε παιδιά; Τρελός είναι; Κάτσε να ανεβάσουμε λίγο το επίπεδο απωθητικότητας. “Άσε μας ρε αγοράκι που θέλεις, την τύφλα σου δεν ξέρεις. Δε θέλω λέμε. Άντε πάρε δρόμο”.
Εντάξει, τώρα πια δε χωρούσε αμφισβήτηση, ήταν η ώρα που αυτός θα έφευγε με ελαφρά πηδηματάκια. Μα τι κάνει ετούτος; Χαμογελάει πάλι; Α δεν πάει καλά. “Δεν πειράζει, ας μη ξέρω την τύφλα μου, θα μου την μάθεις εσύ.”
Μα τι στο καλό γίνεται; Γιατί δε φεύγει; Τι κάνουν τώρα; “Έλα ας μιλήσουμε λίγο κι αν στο τέλος της συζήτησης θες ακόμα να φύγω δε θα σε ξαναενοχλήσω” της υποσχέθηκε.
Και αρχίσαν να μιλάνε, να γελάνε και βρήκε τον εαυτό της τα αφήνεται, να χαλαρώνει. Και ξεκίνησε σιγά σιγά να του ανοίγεται, να του λέει για τον εαυτό της. Και στο τέλος της συζήτησης δε του είπε να φύγει, ούτε την επόμενη μέρα, ούτε την παραεπόμενη… και οι συζητήσεις συνεχίστηκαν, και ανακάλυψε ξαφνικά έναν άνθρωπο που την ήθελε έτσι όπως ακριβώς ήταν, με τις πληγές της, με το φορτίο της, με τα ελαττώματά της. Και δεν έπαψαν ποτέ να συζητάνε.
Γιατί να ξέρεις, όσο και να υψώνεις εσύ τα τείχη σου, πάντα θα βρεθείς κάποιος που θα έρθει να στα ρίξει πριν καν το καταλάβεις….και πίστεψέ με, θα αξίζει τον κόπο.