Θα ήταν οι πρώτες μας διακοπές μαζί, τις περιμέναμε με τόση λαχτάρα…τις σχεδιάζαμε καιρό τώρα. Όπως σχεδιάζαμε και τo σπιτικό μας, το μέλλον μας…
Μέρες πριν συζητούσαμε που θα πάμε, τι θα κάνουμε…μέχρι τη μέρα που ανακάλυψα συνομιλίες σου με άλλες γυναίκες και ο κόσμος χάθηκε κάτω από τα πόδια μου. Έλεγα δεν μπορεί, κάποιο λάθος έγινε, κάτι δεν διάβασα ή δε κατάλαβα καλά. Και σου μίλησα, και στα έδειξα…και η απάντηση που πήρα ήταν επίθεση, επίθεση γιατί είχα το “θράσος” να διαβάσω τις συνομιλίες σου. “Είσαι χάκερ και τρελή” μου είπες “κι εγώ δε θέλω να έχω σχέση μαζί σου”.
Έμεινα να σε κοιτάζω καθώς έφευγες, ανήμπορη να πω κάτι, ανίκανη να κουνηθώ, πάγωσα. Κάθισα στο ίδιο σημείο για ώρα, ώρες, δεν ξέρω πόσο. Δεν μπορούσα να καταλάβω ΠΩΣ ο άνθρωπος για τον οποίο θα έπεφτα και στη φωτιά φέρθηκε έτσι.
Αποσβολωμένη κοιτούσα στο κενό και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, μέχρι που κάποιος περαστικός με ρώτησε αν είμαι καλά και αν χρειάζομαι βοήθεια. Του είπα “όχι” βιαστικά και ξεκίνησα να περπατάω προς το σπίτι, προσπαθώντας να μαζέψω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου.
Κάθισα στο κατώφλι του σπιτιού μου κοιτώντας τα μουσκεμένα από τα δάκρυα χαρτιά με τις συνομιλίες σου, τα αποδεικτικά μου στοιχεία. Σε μια “παλιά σου φίλη” έλεγες πως ήθελες να γεράσετε μαζί και να κάθεστε στο μπαλκόνι, σε μια άλλη παλιά σου σχέση έλεγες πως έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σου, σε μία τρίτη πως είσαι ελεύθερος.
Και στο μυαλό μου ερχόταν σα βουητό τα λόγια σου “είσαι τρελή”.
Οι επόμενες δύο μέρες πέρασαν βιαστικά, το μόνο που θυμάμαι είναι να ξυπνάω ιδρωμένη ουρλιάζοντας, όταν κατάφερνε να με πάρει για λίγο ο ύπνος. Θυμάμαι να μου κόβεται η αναπνοή και να νιώθω πως πεθαίνω. Τίποτα άλλο δε θυμάμαι.
Τη μέρα του ταξιδιού σηκώθηκα, πήρα ένα σάκο με τα πράγματά μου και μπήκα στο ταξί που θα με πήγαινε στο αεροδρόμιο. Δε το ακύρωσα το ταξίδι, ήθελα να δω και τους δικούς μου. Απ’ την άλλη έλπιζα…έλπιζα πως όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο και πως θα με περίμενες εκεί, στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου.
Έλπιζα πως η αγάπη σου ήταν αληθινή, έλπιζα πως υπήρχε κάποια τρελή εξήγηση πίσω από όλα αυτά, πως θα με κοίταζες, θα μου έλεγες πως με αγαπάς και όλα θα τελείωναν. Τι ηλίθια!!!
Και να ‘μαι στην αίθουσα αναμονής, με το σάκο στο διπλανό κάθισμα….για να κρατάω τη θέση…για εσένα.
Κοιτάζω απεγνωσμένα στο πλήθος, ψάχνω τα μάτια σου, αφουγκράζομαι να ακούσω τη φωνή σου να λέει το όνομά μου….τίποτα. Κόσμος περνάει, γελάει, φεύγει.
Φτάνει η ώρα της αναχώρησης και εγώ ακόμα περιμένω. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά καθώς οι επιβάτες περνούν μπροστά μου ένας ένας….κι εσύ πουθενά. Μένω τελευταία, με κοιτούν οι υπάλληλοι και με ρωτούν αν θα επιβιβαστώ…τους κοιτώ σα χαμένη. Που είσαι; Γιατί δεν έρχεσαι; Γιατί είμαι εδώ μόνη; Πως να φύγω; Που να πάω;
Φωνάζουν τα ονόματά μας από τα μεγάφωνα…τελευταία κλήση για επιβίβαση…τελευταία φορά που ακούγεται το δικό σου με το δικό μου όνομα μαζί…τελευταία φορά που περιμένω….σα βαλίτσα ξεχασμένη στην αίθουσα αναμονής…