Αν δε διαβάσατε το προηγούμενο άρθρο της σειράς θα το βρείτε εδώ. Για όλα τα άρθρα της σειράς πηγαίνετε εδώ.
Το κορίτσι για πολλές μέρες ούτε που το κούναγε από το σπίτι. Οι φίλες της έβγαιναν έξω, απολάμβαναν το καλοκαίρι που μόλις είχε ξεκινήσει, αλλά αυτή φοβόταν για τη μάνα της. Και σα να μην έφτανε αυτό, έπεφταν και κάτι τηλεφωνήματα από κάτι συγγενείς και φίλους, που την πίεζαν να μιλήσει στη μητέρα της να δεχτεί τον μπαμπά πίσω, ή που την κατηγορούσαν. Η μικρή αντιδρούσε, τους άρπαζε από τα μούτρα. “Αφήστε και εμένα και αυτήν ήσυχη!” έλεγε. Κάποιοι “φίλοι” μάλιστα έστησαν και ενέδρα στο κορίτσι. Την κάλεσαν σπίτι τους τάχα γιατί στεναχωριόταν και ήθελαν να την κάνουν να ξεχαστεί, και όταν πήγε βρήκε εκεί τον πατέρα της και τη βάλανε όλοι μαζί στη μέση.
Καλά δε βλέπετε; Δε με βλέπετε ότι είμαι 17 και δεν ξέρω που πατάω και που βρίσκομαι; Αφήστε με στο χάλι μου….. σκεφτόταν το κορίτσι. Η μαμά είχε αρχίσει να βγαίνει με κάποιους φίλους που ήξερε από το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του σχολείου της και φαινόταν καλύτερα. Έψαξε και για δουλειά, αλλά έχοντας μείνει τόσα χρόνια εκτός, εν ήταν εύκολο. Ο ένας της την έπεφτε, ο άλλος δε της φερόταν καλά, ο τρίτος ήταν άδικος… κλπ.
Μια μέρα λέει η μαμά στη μικρή “δεν πας κορίτσι μου στη γιαγιά και στον παππού στο εξοχικό για να μη σκας μες την πόλη; Εγώ καλά είμαι μη στεναχωριέσαι”. Κι έτσι η κοπέλα αποφάσισε να πάει για το καλοκαίρι στους παππούδες, θα διευκόλυνε και τη μαμά με τα οικονομικά αφού με τις δουλειές δε της έβγαινε. Μάζεψε λοιπόν λίγα πράγματα κι έφυγε για το εξοχικό των παππούδων που βρισκόταν σε παραθαλάσσιο μέρος. Από τις πρώτες ημέρες η γιαγιά και ο παππούς άρχισαν τις ανακρίσεις, τις γκρίνιες, την πίεζαν, την μάλωναν που δεν έκανε κάτι να μη χωρίσουν οι γονείς της. Προσπαθούσε να βγαίνει έξω με φίλες που έκανε, αλλά εκείνοι δε την άφηναν.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει να μείνει μαζί με τις φίλες της που νοίκιαζαν ένα δωμάτιο. Τέσσερα κορίτσια μαζί, ωραία θα ήταν. Έπρεπε όμως να συμμετέχει και στα έξοδα. Έτσι βρίσκει δουλειά σε μια καφετέρια τα απογεύματα και στην ντισκοτέκ του ίδιου ιδιοκτήτη τα βράδια. Άρχισε να νιώθει λίγο πιο ελεύθερη, άρχισε να περνάει όμορφα, να γελάει. Μετά από λίγες μέρες την πλησίασε και ο ιδιοκτήτης του ραδιοφωνικού σταθμού εκεί και της πρότεινε να κάνει ραδιοφωνική εκπομπή. Έτσι οι ημέρες της ήταν γεμάτες. Δεν της άφηναν περιθώριο να πέσει σε άσχημες σκέψεις.
Της έλειπε μόνο η μαμά της. Της έλειπε και το αγόρι της που ήταν φαντάρος και δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί κατά την απουσία του. Είχε πει στη μαμά της να τον ενημερώσει για το που ήταν, μια και σε λίγες μέρες αυτός απολυόταν και θα την έψαχνε. Βλέπετε, δεν υπήρχαν κινητά τότε. Όταν όμως ο νεαρός πήγε στη μαμά να ρωτήσει, η μαμά του είπε ότι τάχα η μικρή τον είχε ξεχάσει…και στη μικρή είπε ψέματα ότι αυτός είχε άλλη. Έκλαψε η μικρή, στεναχωρέθηκε.. “μα όλα να μου πάνε σκατά;” σκέφτηκε. Γιατί;
Αποφασίζει μια μέρα να πάει να δει τη μαμά της που την είχε πεθυμήσει. Φεύγει με το αφεντικό της στις 4 το πρωί και φτάνει στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη. Πάει να ανοίξει με το κλειδί…δεν μπορεί. Χτυπάει την πόρτα. Ανοίγει η μαμά και πριν προλάβει η μικρή να πει κάτι της κάνει νόημα με το δάχτυλο “Σσσσσσ…… ο τάδε κοιμάται μέσα”.
“Ορίστε; Τι λες; Τι δουλειά έχει αυτός σπίτι μας;”. Η μαμά λέει ψέματα, προσπαθεί να δικαιολογηθεί ότι ο “φίλος” δεν ήταν καλά νωρίτερα και τον άφησε να κοιμηθεί εκεί. “Σε ποιον τα πουλάς ρε μάνα; 17 είμαι όχι 7! Αυτή ήταν η φιλία που τάχα μου έκανες στο σύλλογο; Ρε μάνα είναι και παντρεμένος και το παιδί του είναι γνωστός μου! Τι κάνεις;”
Σοκαρισμένη η μικρή φεύγει τρέχοντας από το σπίτι κι αρχίζει να περπατάει στους δρόμους στις 6 το πρωί κλαίγοντας, μέχρι την ώρα που είχαν συμφωνήσει να έρθει να την πάρει το αφεντικό της για πίσω…5 ώρες μετά. Την βλέπει αυτός χάλια, προσπαθεί να της μιλήσει, να την κάνει να του ανοιχτεί. Μα τι να του πει; Πως;
Οι μέρες περνούν και η επικοινωνία με τη μαμά έχει κοπεί. Ξαφνικά μια μέρα τη φωνάζουν στο τηλέφωνο. “Θα έρθω να σε δω να τα πούμε” λέει η μαμά. Κρυφά το κορίτσι χαίρεται, της είχε λείψει η μάνα της. Δεν βλέπει την ώρα να τη δει. Περνάνε οι μέρες και ξάφνου φτάνει η μαμά…με τον κύριο μαζί. Της φέρεται σα να φταίει η κοπέλα γιατί δε φέρθηκε λέει σωστά. Η μικρή δεν μπορεί να καταλάβει τι γίνεται, δεν μπορεί να καταλάβει ποια είναι αυτή στη θέση της μάνας της, μοιάζει σα ξένη. “Ρε μαμά τι λες; Προχθές με πήρε και ο γιος του και με έβριζε…έλεγε πως όλοι με αποκαλούν η κόρη της π….ας! Και φταίω εγώ;” Με τα πολλά με τα λίγα η μαμά της ανακοινώνει “θα φύγω Γερμανία, θα πάω στα αδέρφια μου, δεν μπορω να στεριώσω δουλειά εδώ. Θα έρθεις;”. Σοκ και πάλι για τη μικρή. Τι Γερμανία; Τι της λέει η μάνα της; Που; Πως;
Η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο….