Περπατούσα αμέριμνη ανάμεσα στο πλήθος, σε ένα μέρος που δεν ήρθαμε ποτέ μαζί, κι ας λέγαμε τόσες φορές ότι θα το κάνουμε. Μιλούσα με μια φίλη στο τηλέφωνο και χασκογελούσαμε με κάτι ασήμαντο…ώσπου ξάφνου μου έπεσε το τηλέφωνο από τα χέρια. Το σηκώνω γρήγορα, “έλα ρε φίλη” της λέω…μου φαίνεται παραισθήσεις έχω πάλι όπως τότε.
Βλέπεις, τότε, όταν έκανες την καρδιά και τη ζωή μου συντρίμμια, είχα συχνά τέτοιου είδους παραισθήσεις. Σε κάθε γωνιά νόμιζα ότι σε έβλεπα, σε κάθε ματιά νόμιζα πως με κοιτάς εσύ..κι αυτό κράτησε για πολύ καιρό. Έτσι και τώρα, παραισθήσεις. Ένας άγνωστος που προχωράει προς το μέρος μου και με κοιτάει επίμονα…ή μήπως δεν είναι άγνωστος? “Κλείσε φιλενάδα σε παίρνω σε λίγο! Είναι όντως αυτός!!!” λέω με πανικό στη φωνή μου.
Τι κάνω; Πως αντιδράω; Το παίζω αδιάφορη και κοιτάω αλλού κάνοντας πως δε σε είδα; Μάλλον είναι αργά για κάτι τέτοιο, ήδη ξέρεις πως σε είδα. Τι κάνω γαμώτο; Η καρδιά μου χτυπάει σα ξεκούρδιστο ρολόι, οι παλάμες μου έχουν ιδρώσει. Τι είναι τώρα αυτό; Έμφραγμα; Μα γιατί νιώθω έτσι; Αφού σε έχω ξεπεράσει εδώ και χρόνια. Σε έχω; Ή μήπως όχι;
Ξαφνικά βλέπω ένα βήμα πίσω σου εκείνη. Εκείνη με την οποία επέλεξες να με αντικαταστήσεις, πριν καν με αφήσεις. Εκείνη στην οποία έδωσες όλα όσα έλεγες πως θα δώσεις σε εμένα, όσα περίμενα καρτερικά κάθε μέρα μέχρι που πια…δεν περίμενα. Κρατάει κι ένα μωρό στα χέρια…το μωρό σας!! Αυτό που έλεγες σε μένα ότι ποτέ δε θα κάνεις κι ότι ποτέ δε θέλεις…προφασιζόμενος ένα σωρό δικαιολογίες.
Κι όμως δε φαίνεται χαρούμενη, ούτε κι εσύ. Τα μάτια της μου θυμίζουν τα δικά μου τότε, λίγο καιρό πριν έρθει το τέλος. Μαύροι κύκλοι βαμμένοι με το χρώμα της απελπισίας. Άραγε ανακάλυψε κι αυτή το ψέμα; Άραγε βρήκε και αυτοί συνομιλίες σου με άλλες γυναίκες όπως εγώ; Άραγε της αράδιασες ένα σωρό παραμύθια καθώς εσύ αναζητούσε να χορτάσεις τις αρρωστημένες σου επιθυμίες;
Κι εσύ…κι εσύ αυτό το βλέμμα έχεις…το ανικανοποίητο. Πάω στοίχημα πως αν δεν έχεις κάνει ήδη τα ξεπορτίσματά σου, είσαι έτοιμος. Αλλά και τι με νοιάζει εμένα; Σε ξεπέρασα, έτσι δεν είναι;
Πλησιάζεις κοιτώντας με και χαμογελάς με εκείνο το μειδίαμα της ναρκισσιστικής σου φύσης. Με βλέπεις σαστισμένη και νομίζεις πως για άλλη μια φορά με νίκησες. Πως έστω κι έτσι έχεις ακόμα τον έλεγχο. Αυτό άλλωστε ήταν πάντα το ζητούμενό σου. Διαπερνάει το σώμα μου ανατριχίλα. Τι κάνεις βρε ηλίθια; Ναι σε μένα το λέω. Κοίτα να δεις που το σοκ κόντεψε για λίγα λεπτά να διαλύσει ότι έχτιζα τόσα χρόνια. Αμ δε κατάλαβες καλά. Συνοφρυώνομαι και καλώ πάλι την κολλητή. “Έλα κούκλα μου..όχι βρε κανένας δεν ήταν. Ένας βλάκας στο δρόμο που κοιτάει σα χάνος. Ασήμαντα πράγματα” της λέω καθώς εσύ περνάς από δίπλα μου. Γιατί αυτό είσαι πια. Κανένας. Ασήμαντος. Και νιώθω απέραντα δυνατή και ελεύθερη βλέποντας το χλωμιασμένο σου πρόσωπο να με κοιτάει καθώς χάνομαι στο πλήθος…