Χρόνος. Αμείλικτος. Αδυσώπητος. Δικάζει, κρίνει, καταδικάζει. Κι έρχεται η στιγμή που γίνεται ο απολογισμός.
Κι εμάς; Πως μας έκρινε εμάς; Ήταν άραγε οι δικές μας στιγμές κομμάτι από το φιλμ της ζωής ή απλά παγωμένα καρέ;
Δε σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων. Τον χρόνο που μας δόθηκε δεν τον εκμεταλλευτήκαμε. Κύλησε ανούσια, αναίτια κι άφησε πίσω του μόνο πόνο και δάκρυ. Έφταιξες; Έφταιξα; Τι σημασία έχει; Χάσαμε.
Μας νίκησε ο εγωισμός μας. Άραγε παλέψαμε; Ή μήπως έτσι απλά τον αφήσαμε να πάρει το παιχνίδι;
Και τελικά; Ποιος νίκησε; Ή μήπως χάσαμε και οι δύο;
Εσύ χαμένος μέσα στην πληγωμένη σου παιδική ηλικία, γεμάτος φόβο μην σε εγκαταλείψουν για άλλη μια φορά, εγώ χαμένη στο δικό μου κόσμο, με το δικό μου εσωτερικό πληγωμένο παιδί να φωνάζει πως δεν είμαι αρκετή, πως δεν αξίζω. Τα ξέραμε από την αρχή. Και υποσχεθήκαμε πως θα είμαστε εκεί ο ένας για τον άλλο. Πως θα θεραπεύσουμε μαζί τις πληγές μας.
Και τελικά; Τι κάναμε; Γυρίσαμε στα παλιά μας γνώριμα μοτίβα. Εγώ να ψάχνω απεγνωσμένα για επιβεβαίωση κι εσύ να με σπρώχνεις μακριά γιατί φοβόσουν ότι κάποια στιγμή θα φύγω. Κι αντί να επουλώσουμε τα τραύματά μας τα κάναμε μεγαλύτερα. Οι πληγές έγιναν διπλάσιες και το “μαζί” έφτασε να αιμορραγεί από παντού.
Ήταν στιγμές που ήθελα να αγκαλιάσω αυτό το παιδί μέσα σου και να του πω “μη φοβάσαι, δε φεύγω”, δε το έκανα όμως…αντίθετα άφηνα το δικό μου παράπονο να φανεί. Ξέρω ήταν στιγμές που ήθελες να μου πεις πως αξίζω, πως είμαι αρκετή, αντί αυτού όμως με πλήγωνες με τα λόγια σου γιατί φοβόσουν να έρθεις κοντά.
Και τι καταφέραμε τελικά; Αφήσαμε την κλεψύδρα να στερέψει, αφήσαμε το κομμάτι αυτό του φιλμ να γεμίσει με “λάθος λήψεις” και η ταινία της κοινής μας ζωής δε τελείωσε ποτέ. Κάηκαν τα φιλμ, καήκαμε και εμείς. Τέλειωσε και ο χρόνος. Και μας δίκασε. Μας καταδίκασε. Και το πόρισμα ήταν ΘΑΝΑΤΟΣ!